αστάθμευτος, -η

αστάθμευτος, -η
-ο αυτός που δε στάθμευσε: Από την Αθήνα στη Λάρισα πήγαμε αστάθμευτοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αστάθμευτος — ἀστάθμευτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει σταθμεύσει κάπου ή δεν έχει σταματήσει για ανάπαυση …   Dictionary of Greek

  • ἀσταθμεύτους — ἀστάθμευτος not encamped masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”